κραπνοπόρος

κραπνοπόρος
κραπνοπόρος, -ον (Μ)
αυτός που πορεύεται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ακρο-πόρος, οδοι-πόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”